ευρωστία

ευρωστία
η
υγεία καλή, δύναμη σωματική, ακμή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐρωστία — εὐρωστίᾱ , εὐρωστία stoutness fem nom/voc/acc dual εὐρωστίᾱ , εὐρωστία stoutness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρωστίᾳ — εὐρωστίαι , εὐρωστία stoutness fem nom/voc pl εὐρωστίᾱͅ , εὐρωστία stoutness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρωστία — η (ΑΜ εὐρωστία) [εύρωστος] 1. σωματική ευεξία, ρωμαλεότητα, σφρίγος 2. καλή κατάσταση (α. «οικονομική ευρωστία» β. «τὴν δ εὐρωστίαν τῆς ψυχῆς τιθέμενοι», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • εὐρωστίας — εὐρωστίᾱς , εὐρωστία stoutness fem acc pl εὐρωστίᾱς , εὐρωστία stoutness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρωστίαι — εὐρωστία stoutness fem nom/voc pl εὐρωστίᾱͅ , εὐρωστία stoutness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρωστίαν — εὐρωστίᾱν , εὐρωστία stoutness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρωστίαις — εὐρωστία stoutness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • αθλοπαιδιά — η η λ. αποδίδει γενικά στην Ελληνική τον αγγλικό όρο «σπορ» σημαίνει τις σωματικές ασκήσεις ή τα αγωνιστικά παιχνίδια, που αποσκοπούν στην ψυχαγωγία, τη σωματική ευρωστία και τη φυσική αγωγή, σε αντίθεση με τα αθλήματα, που αποβλέπουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”